κοιλιοστροφία
English (LSJ)
ἡ, A colic, Sch.Nic.Al.597.
German (Pape)
[Seite 1466] ἡ, Umwenden der Eingeweide, Schol. Nic. Al. 596.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλιοστροφία: ἡ, συστροφὴ τῶν ἐντέρων μετὰ ὀξέος πόνου, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 596.
Greek Monolingual
κοιλιοστροφία, ἡ (Α)
κολικός του εντέρου, οδυνηρή συστροφή τών εντέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + -στροφία (< -στρόφος < στρόφος < στρέφω), πρβλ. ποδοστροφία, χορδοστροφία].