κοχλοειδής

From LSJ
Revision as of 13:03, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοχλοειδής Medium diacritics: κοχλοειδής Low diacritics: κοχλοειδής Capitals: ΚΟΧΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kochloeidḗs Transliteration B: kochloeidēs Transliteration C: kochloeidis Beta Code: koxloeidh/s

English (LSJ)

ές, A = κοχλιοειδής, γραμμή conchoid, Papp.244, etc.

Greek Monolingual

κοχλοειδής, -ές (AM)
κοχλιοειδής.
επίρρ...
κοχλοειδῶς (Α)
σαν το όστρακο του κοχλία, σπειροειδώς, κοχλιοειδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + -ειδής (< εἶδος)].