κροκοδιλοβοσκός
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
ὁ, A feeder of sacred crocodiles, BGU734 ii 7 (iii A. D., abbrev.).
Greek Monolingual
κροκοδιλοβοσκός, ὁ (Α)
αυτός που εκτρέφει ιερούς κροκοδείλους.