λευκωματικός
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
ή, όν, A good for λεύκωμα 11.2, κολλούρια Paul.Aeg.3.22.
Greek Monolingual
λευκωματικός, -ή, -ον (Μ) λεύκωμα
θεραπευτικός για το λεύκωμα του ματιού.