λιθωδία
English (LSJ)
ἡ, A stone-like hardness, Eust.24.7.
German (Pape)
[Seite 46] ἡ, Steinhärte, Eust. 24, 7.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθωδία: ἡ, σκληρότης ὡς ἡ τοῦ λίθου, Εὐστ. 24. 7.
Greek Monolingual
λιθωδία, ἡ (Α) λιθώδης
σκληρότητα όμοια με της πέτρας.