μεσοδόμιον
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
τό, A v. μεσολάνιον.
Greek Monolingual
μεσοδόμιον, τὸ (Α) [[[μεσόδομος]] II]
το μεσολάνιον.