[ᾰ], α, ον, A central, Aeol. form acc. to Sch.D.T.p.542 H.
μεσάδιος, -ία, -ον (Α)(αιολ. τ.) κεντρικός, μέσος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. -άδιος (πρβλ. διχθ-άδιος)].