ατος, τό, A soap, Sor.1.82.
νίτρασμα, τὸ (Α)μίγμα με βάση το νίτρο το οποίο χρησιμοποιούσαν για καθαρισμό, όπως το σαπούνι.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο νιτράζω (< νίτρον)].