νυκτιχαρής

Revision as of 16:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A rejoicing in the night, PMag.Par.1.1795.

Spanish

que se alegra con la noche

Greek Monolingual

νυκτιχαρής, -ές (Α)
αυτός που χαίρεται κατά τη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -χαρής(< χαίρω)].