ἐγκεφαλαίωμα
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
English (LSJ)
ατος, τό, A = κεφαλαίωμα, PLond.2.38.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Grafía: graf. ἐνκ-
suma total, PLond.259.73 (I d.C.).