διάζομαι
From LSJ
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
English (LSJ)
A set the warp in the loom, i.e. begin the web, Nicopho5; opp. προφορεῖσθαι τὸν στήμονα, Sch.Ar.Av.4; cf. δίασμα: διέζετο (post διαείδεται) · διεσχίζετο, Hsch.