ἐνδίολκος
English (LSJ)
ον, (ἕλκω) A attractive, Ph.1.517 (v.l.).
German (Pape)
[Seite 834] anziehend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδίολκος: -ον, (ἕλκω) ἑλκυστικός, Φίλων 1. 517 (ἄλλως εὐδ-).
ον, (ἕλκω) A attractive, Ph.1.517 (v.l.).
[Seite 834] anziehend, Sp.
ἐνδίολκος: -ον, (ἕλκω) ἑλκυστικός, Φίλων 1. 517 (ἄλλως εὐδ-).