ἑλκυστικός

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλκυστικός Medium diacritics: ἑλκυστικός Low diacritics: ελκυστικός Capitals: ΕΛΚΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: helkystikós Transliteration B: helkystikos Transliteration C: elkystikos Beta Code: e(lkustiko/s

English (LSJ)

ἑλκυστική, ἑλκυστικόν,
A drawing: extracting, c. gen., σκολόπων Dsc.2.84.
2 attractive, ἑ. τι ἔχειν πρὸς φιλίαν Ath.5.185c; τὰ πιθανὰ καὶ ἑλκυστικά Arr.Epict.3.12.14.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que atrae, capaz de atraer c. gen. τῶν ἀχύρων del ámbar, Phld.Sign.1.29 (cj.), ἡ Μαγνήτις, ἑ. τοῦ σιδήρου glos. a Ἡρακλεία λίθος Sud.
fig. δοκεῖ γὰρ ἔχειν πρὸς φιλίαν τι ὁ οἶνος ἑλκυστικόν Ath.185c, τὰ πιθανὰ καὶ ἑλκυστικά en rel. al asentimiento, Arr.Epict.3.12.14, habet quidam enim ἑλκυστικόν provincialis uxor Varro Sat.Men.176, ὄσφρησις de una planta, Sch.Nic.Th.537a, ἄνθρωπος ... ἑλκυστικός καὶ ἐπαγωγός Sud.s.u. ὁλκὸς ἄνθρωπος.
2 farm. que saca o arrastra hacia afuera los humores δύναμις de algunos medicamentos, Gal.11.761, cf. Orib.46.30.2, Sch.Nic.Al.363d, σούσινον ... ἔστι ... ἑλκυστικόν Clem.Al.Paed.2.8.76, c. gen. (ἡ πρόπολις) σκολόπων ἑ. Dsc.2.84.
II adv. ἑλκυστικῶς = por arrastre, a rastras Eust.821.29.

German (Pape)

[Seite 799] zum Ziehen geschickt, Diosc.; – anziehend, reizend, ὁ οἶνος ἑλκυστικόν τι ἔχει πρὸς φιλίαν Ath. V, 185 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλκυστικός: -ή, -όν, ὁ πρὸς τὸ ἕλκειν ἐπιτήδειος, ἐπὶ φαρμάκων, ἔστι δὲ (ἡ πρόπολις) θερμαντικὴ ἄγαν καὶ ἐπισπαστικὴ καὶ σκολόπων ἑλκυστικὴ Διοσκ. 2. 106. 2) θελκτικός, δοκεῖ γὰρ ἔχειν πρὸς φιλίαν τι ὁ οἶνος ἑλκυστικὸν Ἀθήν. 185C.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἑλκυστικός, -ή, -όν)
αυτός που ασκεί έλξη, που σέ τραβάει, που προσελκύει με τα θέλγητρα και τα χαρίσματα του
αρχ.
(για φάρμακο) ο ικανός να τραβάει και να απομακρύνει από τον οργανισμό.

Translations

attractive

Arabic: جَذَّاب‎; Belarusian: прывабны, прываблівы, прынадны, панадлівы; Bulgarian: привлекателен; Catalan: atractiu; Chinese Mandarin: 吸引人, 有吸引力的; Czech: přitažlivý, atraktivní; Danish: tiltrækkende, attraktiv; Dutch: aantrekkelijk, attractief; Esperanto: alloga; Finnish: houkutteleva, kiinnostava; French: attrayant, attractif, sympathique; Galician: atractivo; Georgian: მომხიბლველი; German: attraktiv; Greek: ελκυστικός, γοητευτικός, θελκτικός, τραβηχτικός; Ancient Greek: ἀγωγός, ἀρπαλέος, ἁρπαλέος, δημοτερπής, εἰδάλιμος, ἑλκτικός, ἑλκυστικός, ἐνδίολκος, ἐπαγωγικός, ἐπαγωγός, ἐπακτικός, ἐπαφρόδιτος, ἐπισπαστικός, εὐειδής, εὐήδονος, εὐήρατος, εὔμορφος, εὔοπτος, εὐπρεπής, εὐφραντικός, ἐφελκτικός, ἐφελκυστικός, ἐφολκός, ἰδανός, καταγωγός, κωτίλος, προσαγωγός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός; Hungarian: vonzó, csábító; Irish: caithiseach; Italian: attraente, procace, stuzzicante, allettante; Japanese: 魅力的な; Macedonian: привлечен, симпатичен; Malayalam: ആകർഷകമായ; Marathi: आकर्षक; Norman: séduisant; Norwegian: attraktiv, tiltrekkende; Polish: atrakcyjny; Portuguese: atraente; Romanian: atractiv; Russian: привлекательный, симпатичный; Scottish Gaelic: tarraingeach, tlachdmhor; Spanish: atractivo; Telugu: ఆకర్షణీయమైన; Turkish: cazip, cezbedici; Ukrainian: привабливий, привабний, принадливий, принадний