ἐμπρακτικός

Revision as of 16:30, 9 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]de " to "]] de ")

English (LSJ)

ή, όν, A efficacious, Dsc.1.39 (Comp.), 2.78 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 817] ή, όν, wirksam, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπρακτικός: -ή, -όν, φέρων ἀποτέλεσμα, ἀποτελεσματικός, τελεσφόρος, Διοσκ. 1. 48.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
eficaz de remedios medicinales, Dsc.2.78.2, Orib.13.μ.5.

Greek Monolingual

ἐμπρακτικός, -ή, -όν (Α)
αποτελεσματικός.