λάξ
From LSJ
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
English (LSJ)
Adv.
A with the foot, λ. ἐν στήθεσι βὰς ἐξέσπασε μείλινον ἔγχος Il. 6.65, cf. 16.503; λ. προσβάς 5.620, 16.863; λ. ποδὶ κινήσας 10.158, Od.15.45; λ. ἔνθορεν 17.233; λ. δ' ἐφ' ὁρκίοις ἔβη Archil.Supp.2.13; so later βοῦς μοι ἐπὶ γλώσσης κρατερῷ ποδὶ λ. ἐπιβαίνων Thgn.815; λ. ἐπίβα δήμῳ Id.847; λ. πατεῖσθαι (cf. λάγδην) to be trodden under foot, A.Eu.110, Ch.644 (lyr.); ἀθέῳ ποδὶ λ. ἀτίσαι Id.Eu.542 (lyr.); λ. ἐπορούσας πλῆξε A.R.2.106; παίει τε λ. πύξ Philem.1.6 D.: also in late Prose, Luc.Asin.31, al.:—for the form cf. γνύξ, πύξ, ὀδάξ.