ἀγριοδαίτης
From LSJ
English (LSJ)
ου, ὁ, A eating wild fruits, Orac. ap. Paus.8.42.6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγριοδαίτης: -ου, ὁ, ὁ ἐσθίων ἀγρίους καρπούς, Χρησμ. παρὰ Παυσ. 8. 42, 6.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ que se alimenta de frutos silvestres Ἀρκάδες Orác. en Paus.8.42.6.