ἀδικόχειρ
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
χειρος, ὁ, ἡ, A with unrighteous hand, S.Fr.977.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδῑκόχειρ: χειρος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἄδικον χεῖρα, Σοφ. Ἀποσπ. 803.
Spanish (DGE)
(ἀδῐκόχειρ) -χειρος, ὁ, ἡ uelἀδῐκόχειρας, ὁ
de mano injusta de pers., S.Fr.977.