ἀερόμελι

Revision as of 16:42, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ιτος, τό, A oak-manna, Amynt. ap. Ath.11.500d, cf. Gal.6.739.

German (Pape)

[Seite 42] ιτος, τό, Lufthonig, Manna, Athen. XI, 500 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀερόμελι: -ιτος, τό, ἡ τοῦ Οὐεργιλίου μελιτώδης δρόσος aërium mel (τινὲς λέγουσι τὸ μάννα), Ἀθήν. 500D. ὡσαύτως καὶ ὗον μέλι, καὶ δροσόμελι, Γαλην. VI, 399Ε.

Spanish (DGE)

-ιτος, τό
miel aérea sustancia dulce producida con hojas de cierto árbol, Amynt.1
sustancia dulce que cae de los árboles como rocío ὀνομάζοντες δ' αὐτὸ δροσόμελί τε καὶ ἀερόμελι Gal.6.739.