ἀδετοχίτων
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
A gloss on ἀμιτροχίτων, EM83.53.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδετοχίτων: -ωνος, ὁ, «ἀμιτροχίτωνας, ἀζώστους, … ἀδετοχίτωνας», Ἐτυμ. Μ. ἐν λέξει ἀμιτροχίτωνας.
Spanish (DGE)
-ωνος
de túnica suelta, que no usa ceñidor glos. a ἀμιτροχίτων EMα 1086.