ἀνακέλαδος

Revision as of 11:07, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ὁ, A loud shout or din, dub.l. in E.Or.185, where Sch. uses the Verb ἀνακελαδέω.

German (Pape)

[Seite 191] ὁ, das Auflärmen, Eur. Or. 182, ch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακέλᾰδος: ὁ, ἰσχυρὰ κραυγὴ ἢ κρότος, ἦχος, Εὐρ. Ὀρ. 185, ἔνθα ὁ Σχολ. μεταχειρίζεται τὸ ῥῆμα ἀνακελαδέω.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
bruit retentissant.
Étymologie: ἀνά, κέλαδος.

Greek Monolingual

ἀνακέλαδος, ο (Α)
δυνατή κραυγή, έντονος θόρυβος, οχλοβοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- επιτ. + κέλαδος «φωνή, βοή, κραυγή»].

Greek Monotonic

ἀνακέλᾰδος: ὁ, δυνατή κραυγή ή κρότος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακέλᾰδος:шум, крик Eur.

Middle Liddell

a loud shout or din, Eur.