μεταλλουργείο
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
Greek Monolingual
το (Α μεταλλουργεῑον) μεταλλουργός
νεοελλ.
εργοστάσιο όπου γίνεται η εξαγωγή τών μεταλλευμάτων από τα ορυκτά και η κατεργασία τών μετάλλων
αρχ.
μεταλλείο, ορυχείο.