αἰόλησις
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
εως, ἡ, A rapid motion, Sch.Pi.P.4.412.
Greek (Liddell-Scott)
αἰόλησις: -εως, ἡ, ταχεῖα κίνησις, Σχολ. εἰς Πινδ. Π. 4. 414.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ movimiento agitado Sch.Pi.P.4.414b.