τοπογραμματεύς

Revision as of 11:22, 11 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

έως, ὁ, A secretary of a τόπος (v. τοπάρχης), an Egyptian official, PPetr.3p.71 (iii B.C.), PTeb.27.2, al. (ii B. C.), OGI665.31, 666.14 (both i A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1129] ὁ, der Ortsschreiber, eine ägyptische Obrigkeit, Inscr. bei Böckh über eine ägyptische Urkunde auf Papyrus p. 18.

Greek (Liddell-Scott)

τοπογραμμᾰτεύς: έως, ὁ γραμματεὺς τόπου (ἴδε τοπάρχης), Αἰγύπτιός τις ἄρχων ἢ πολιτκὸς ὑπάλληλος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4699. 14., 4956. 32.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πολιτικός ανώτερος αξιωματούχος τόπου, περιοχής στην Αίγυπτο, τοπάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + γραμματεύς.