ἀποπυνθάνομαι

Revision as of 08:10, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s’" to "s'")

English (LSJ)

A inquire or ask of, ἀ. [αὐτοῦ] εἰ .. asked of him whether... Hdt.3.154; παρά τινος J,AJ12.4.9.

German (Pape)

[Seite 321] (s. πυνθάνομαι), ausfragen, ausforschen, Her. 3, 154; sequ. εἰ und ἀπό τινος Epictet.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπυνθάνομαι: μέλλ. πεύσομαι: ἀποθ.: - ἐρωτῶ περί τινος, ἐρωτῶ ἵνα μάθω, προσελθὼν Δαρείῳ ἀπεπυνθάνετο, εἰ περὶ πολλοῦ κάρτα ποιέεται τὴν Βαβυλῶνα ἑλεῖν Ἡρόδ. 3. 154.

French (Bailly abrégé)

s'informer.
Étymologie: ἀπό, πυνθάνομαι.

Spanish (DGE)

informarse de c. subord. complet. ἀπεπυνθάνετο εἰ ... ποιέεται Hdt.3.154, παρὰ δὲ τῶν οἰκετῶν ἀπεπυνθάνετο τί μέλλουσιν διδόναι I.AI 12.215 (cód.).

Greek Monolingual

ἀποπυνθάνομαι (Α)
ρωτώ να μάθω.

Greek Monotonic

ἀποπυνθάνομαι: μέλ. -πεύσομαι, αποθ., ερευνώ ή ερωτώ να πληροφορηθώ για, ἀποπυνθάνομαι (αὐτοῦ) εἰ..., τον ρώτησα να μάθω αν..., σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπυνθάνομαι: разведывать, разузнавать Her.

Middle Liddell


Mid. to inquire or ask of, ἀπ. αὐτοῦ εἰ.. asked of him whether.., Hdt.