ερευνώ
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
Greek Monolingual
(AM ἐρευνῶ, -άω, Μ και ἐρεύω)
1. αναζητώ κάτι, ζητώ να βρω κάτι, ψάχνω για κάτι
2. εξετάζω με προσοχή κάτι, μελετώ, προσπαθώ να εισχωρήσω στο βάθος της υπόθεσης, να βρω την αλήθεια («ἐρευνῶ τάς Γραφάς»)
3. ιατρ. εξετάζω
μσν.
επιτηρώ
αρχ.
ζητώ να κάνω κάτι, προσπαθώ, δοκιμάζω, επιχειρώ να κάνω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ερευνώ είναι μετονοματικό παράγωγο ενός θ. ερεF-(ε)ν-, το οποίο σχηματίστηκε από τα είρομαι, ερέ(F)-ω «ερωτώ» κατά τους ενεστ. σε -νάω. Το ονοματικό θ. συνδέεται πιθ. με αρχ. νορβ. raun «προσπάθεια, δοκιμή, έρευνα» (< ΙΕ rou-n-ā)].