ἀπόναιο
From LSJ
Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr
English (LSJ)
ἀποναίατο, A v. ἀπονίναμαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόναιο: ἀποναίατο, ἴδε ἀπονίναμαι.
English (Autenrieth)
see ἀπονίνημι.
Spanish (DGE)
ἀποναίατο v. ἀπονίναμαι.
Greek Monotonic
ἀπόναιο: γʹ ενικ. ευκτ. του ἀπονίναμαι· ἀπ-οναίατο, γʹ πληθ.