ἀσυμπλήρωτος

Revision as of 23:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A not filled up, Dsc.1.70.

German (Pape)

[Seite 380] nicht angefüllt, unvollständig?

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυμπλήρωτος: -ον, μὴ πλήρης, μὴ συμπληρωθείς, τὰ ἀσυμπλήρωτα πληροῖ Διοσκ. 1. 89.

Spanish (DGE)

-ον
no colmado, incompleto τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῶν ... τὰ ἀσυμπλήρωτα πληροῖ Dsc.1.70.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσυμπλήρωτος, -ον)
αυτός που δεν έχει συμπληρωθεί.