ἀσυμπλήρωτος
English (LSJ)
ον, A not filled up, Dsc.1.70.
German (Pape)
[Seite 380] nicht angefüllt, unvollständig?
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυμπλήρωτος: -ον, μὴ πλήρης, μὴ συμπληρωθείς, τὰ ἀσυμπλήρωτα πληροῖ Διοσκ. 1. 89.
Spanish (DGE)
-ον
no colmado, incompleto τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῶν ... τὰ ἀσυμπλήρωτα πληροῖ Dsc.1.70.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσυμπλήρωτος, -ον)
αυτός που δεν έχει συμπληρωθεί.