ἀσυμπλήρωτος

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυμπλήρωτος Medium diacritics: ἀσυμπλήρωτος Low diacritics: ασυμπλήρωτος Capitals: ΑΣΥΜΠΛΗΡΩΤΟΣ
Transliteration A: asymplḗrōtos Transliteration B: asymplērōtos Transliteration C: asymplirotos Beta Code: a)sumplh/rwtos

English (LSJ)

ἀσυμπλήρωτον, not filled up, Dsc.1.70.

Spanish (DGE)

-ον
no colmado, incompleto τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῶν ... τὰ ἀσυμπλήρωτα πληροῖ Dsc.1.70.

German (Pape)

[Seite 380] nicht angefüllt, unvollständig?

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυμπλήρωτος: -ον, μὴ πλήρης, μὴ συμπληρωθείς, τὰ ἀσυμπλήρωτα πληροῖ Διοσκ. 1. 89.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσυμπλήρωτος, -ον)
αυτός που δεν έχει συμπληρωθεί.