incompleto
From LSJ
Spanish > Greek
ἐλλιπής, ἐκδεής, ἀναπάρτιστος, ἔλλοιπος, ἀτελείωτος, ἀσυντέλεστος, ἐξανέργαστος, ἀσυντελής, ἀσυμπλήρωτος, ἀσύνθετος, ἀτελής, ἀκέφαλος
ἐλλιπής, ἐκδεής, ἀναπάρτιστος, ἔλλοιπος, ἀτελείωτος, ἀσυντέλεστος, ἐξανέργαστος, ἀσυντελής, ἀσυμπλήρωτος, ἀσύνθετος, ἀτελής, ἀκέφαλος