ἄνεμος
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
English (LSJ)
[α], ο,
A wind, πέτετο πνοιή ανέμοιο Il.12.207; ανέμων ατάλαντοι αέλλη 13.795; ώρσεν . . ανέμοιο θύελλαν 12.253; ανέμοιο . . δεινός αήτης 15.626, cf. 14.254; ανέμων αμέγαρτον αϋτμήν Od.11.407, etc.; ανέμων πνεύματα Hdt.7.16.ά, E.HF102; ριπαί S.Ant.137.930 (both lyr.); αήματα A.Eu.905; αύραι E.Med.838; πνοιαί Ar.Av.1396; ανέμων φθόγγος Simon.37.10; ανέμου κατιόντος μεγάλου a gale having come on, Th.2.25; ανέμου εξαίφνης ασελγούς γενομένου Eup.320; άνεμος κατά βορέαν εστηκώς the wind being set in the north, Th.6.104; ανέμοις φέρεσθαι παραδιδόναι τι cast a thing to the winds, E.Tr.419, cf. A.R.1.1334; κατ' άνεμον στήναι stand to leeward, Arist.HA541a26, cf. Plu.2.972a; κατ' άνεμον καί ρούν νήχεσθαι ib.979c: metaph., άνεμος . . άνθρωπος 'unstable as the wind', Eup.376; φέρειν τιν' άρας (sic l.) ά. a very wind to carry off, Antiph.195.5 (Lobeck); ανέμους θηράν εν δικτύοις try to catch the wind, and ανέμω διαλέγεσθαι talk to the wind, Zen.1.38; ανέμους γεωργείν 'plough the sands', ib.100. 2 cardinal point, quarter, εκ τών τεσσάρων α. LXXZa.2.6, Annales du Service19.40 (Theadelphia, 93 B.C.), Ev.Matt.24.31, al., Vett.Val. 140.6, PFlor.50.104: sg., ib.20.19 (ii A.D.); τό κατ' άνεμον aspect, POxy.100.10 (ii A.D.). II wind in the body, Hp.Mul.2.179, al. (From ανε- 'blow, breathe', cf. Skt. áni-ti 'breathes', Goth. uzanan 'expire', etc.)