ὑδροδόχος

From LSJ
Revision as of 13:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδροδόχος Medium diacritics: ὑδροδόχος Low diacritics: υδροδόχος Capitals: ΥΔΡΟΔΟΧΟΣ
Transliteration A: hydrodóchos Transliteration B: hydrodochos Transliteration C: ydrodochos Beta Code: u(drodo/xos

English (LSJ)

ον, A containing water, φύσις ὑμενώδης ὑ., of the foetus, Theol.Ar.46.

Greek Monolingual

και ὑδροδόκος, -ον, ΜΑ
1. αυτός που περιέχει νερό ή αυτός που συγκρατεί το νερό
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑδροδόκοι
(κατά τον Ησύχ.) «λάκκοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑδρ(ο)- + -δόχος / -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. οἰνο-δόκος, ξενοδόχος].