Κνώσιος
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Cnosos, en Crète ; Crétois.
Étymologie: Κνωσός.
English (Slater)
Κνώσιος
1 of Knossos in Crete. εἰ μὴ στάσις ἀντιάνειρα Κνωσίας σ' ἄμερσε πάτρας (O. 12.16)