ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
τιθήνα 1 nurse met. Αἴτνα, πάνετες χιόνος ὀξείας τιθήνα (P. 1.20)
τῐθήνα: ἡ дор. = τιθήνη.