τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
μαρμᾰρύζω
1 sparkle τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακείς (v. l. -ιζοίσας) fr. 123. 3.
μαρμαρύζω (Α)
βλ. μαρμαρύσσω.