Πιτανάτης

From LSJ
Revision as of 07:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
de Pitanè, en Laconie ; Πιτανάτης λόχος bataillon de Pitanè, dans l’armée lacédémonienne.
Étymologie: Πιτάνη².

Russian (Dvoretsky)

Πῐτᾰνάτης: ου (νᾱ) adj. m питанский (λόχος Thuc.).
ου ὁ житель города Питаны (в Лаконии) Her., Thuc.