συναιωρέομαι

Revision as of 18:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

Pass., to be swayed with, συναιωρούμενον τῷ ὑγρῷ τὸ πνεῦμα Pl.Phd.112b, cf. Plu.2.564d.

Greek (Liddell-Scott)

συναιωρέομαι: παθ., αἰωροῦμαι ὁμοῦ, ξυναιωρούμενον τῷ ὑγρῷ τὸ πνεῦμα Πλάτ. Φαίδων 112Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 564D.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
être suspendu avec ; fig. avoir l’esprit en suspens.
Étymologie: σύν, αἰωρέω.

Greek Monotonic

συναιωρέομαι: Παθ., αιωρούμαι, παραμένω αιωρούμενος, μετεωρίζομαι από κοινού, με δοτ., σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αιωρέομαι samen (met...) op en neer schommelen, met dat.. Plat. Phaed. 112b.

Russian (Dvoretsky)

συναιωρέομαι:
1) вместе подниматься, вздыматься: σ. τῷ ὑγρῷ Plat. подниматься вместе с испарениями;
2) быть в недоумении, колебаться: σ. τῷ μέλλοντι Plut. быть в сомнении насчет будущего.

Middle Liddell


Pass. to be held suspended together with, c. dat., Plat.