συναιωρέομαι
From LSJ
English (LSJ)
Pass., to be swayed with, συναιωρούμενον τῷ ὑγρῷ τὸ πνεῦμα Pl.Phd. 112b, cf. Plu.2.564d.
French (Bailly abrégé)
συναιωροῦμαι;
être suspendu avec ; fig. avoir l'esprit en suspens.
Étymologie: σύν, αἰωρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αιωρέομαι samen (met...) op en neer schommelen, met dat.. Plat. Phaed. 112b.
Russian (Dvoretsky)
συναιωρέομαι:
1 вместе подниматься, вздыматься: σ. τῷ ὑγρῷ Plat. подниматься вместе с испарениями;
2 быть в недоумении, колебаться: σ. τῷ μέλλοντι Plut. быть в сомнении насчет будущего.
Greek (Liddell-Scott)
συναιωρέομαι: παθ., αἰωροῦμαι ὁμοῦ, ξυναιωρούμενον τῷ ὑγρῷ τὸ πνεῦμα Πλάτ. Φαίδων 112Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 564D.
Greek Monotonic
συναιωρέομαι: Παθ., αιωρούμαι, παραμένω αιωρούμενος, μετεωρίζομαι από κοινού, με δοτ., σε Πλάτ.
Middle Liddell
Pass. to be held suspended together with, c. dat., Plat.