ἑρμογλυφία

From LSJ
Revision as of 10:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

German (Pape)

[Seite 1033] ἡ, Plut. gen. socr. 10 διὰ τῶν ἑρμογλυφιῶν, wo ἑρμογλυφέων zu lesen, durch die Bildhauerstraße.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
l’art de la statuaire.
Étymologie: ἑρμογλύφος.

Greek Monolingual

ἑρμογλυφία, ἡ (Α) ερμογλύφος
η τέχνη του ερμογλύφου, η γλυπτική.

Russian (Dvoretsky)

ἑρμογλῠφία:портретная скульптура (Plut. - v. l. Ἑρμογλύφαι).