τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(ἡ) :s.e. τέχνη;l’art de la cuisine.Étymologie: ὀψοποιέω.
ὀψοποιητική: ἡ (sc. τέχνη) поваренное искусство Arst.