ἁμαξεύς

Revision as of 10:20, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

έως, ὁ, wagoner, D. Chr.64.23: βοῦς ἁ.draught-ox, Plu.Dio38, Philostr.Gym.43.

German (Pape)

[Seite 115] έως, ὁ, der Frachtfuhrmann, Sp.; Plut. Dion. 38 βοῦς, Jochochse.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξεύς: έως, ὁ, = ἁμαξηλάτης, Δίων Χρ.: βοῦς ἁμ., ὁ σύρων ἅμαξαν, Πλουτ. Δίων 38.

French (Bailly abrégé)

ἐως (ὁ) :
1 voiturier;
2 qui traîne un chariot.
Étymologie: ἅμαξα.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
1 carretero Fauorin.Fort.23, Hsch., Tz.Comm.Ar.1.82.10.
2 adj. de tiro βοῦς Plu.Dio 38, Philostr.Gym.43.

Greek Monolingual

ἁμαξεύς (-έως), ο (Α) άμαξα
1. οδηγός άμαξας, αμαξηλάτης, καραγωγέας
2. ως επίθ. αυτός που σύρει άμαξα
«βοῦς ἁμαξεύς».

Greek Monotonic

ἁμαξεύς: -έως, ὁ (ἅμαξα), αυτός που σύρει την άμαξα, βοῦς ἁμαξεύς, βόδι ζευγμένο για το σύρσιμό της, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἁμαξεύς: έως adj. m тянущий воз, упряжной (βοῦς Plut.).

Middle Liddell

ἅμαξα
for a wagon: βοῦς ἁ. a draught ox, Plut.