ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
Ὀρθόπᾰγον: τό, ὀρθὸν ὕψωμα, ὄνομα βουνοῦ παρὰ τοὺς Θουρίους, Πλουτ. Σύλλ. 17.
Ὀρθόπᾰγον: τό Ортопаг (возвышенность в Беотии) Plut.