αδελφοσύνη

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source

Greek Monolingual

και αδερφοσύνη, η αδελφός
1. η σχέση, η συγγένεια μεταξύ αδελφών
2. στενή φιλική σχέση, φιλία, αγάπη
3. παλαιότερα, η μεγάλη φιλία που καθιερωνόταν με ειδική ιεροτελεστία ως αδελφική συγγένεια.