ιεροτελεστία
From LSJ
πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα → ere that, the tortoise shall outrun the hare | sooner will a tortoise outrun a rough-foot | sooner will a tortoise outrun a hare
Greek Monolingual
η (Μ ἱεροτελεστία) ιεροτελεστής
τέλεση θρησκευτικής τελετής, τελετουργία
μσν.
1. ιερολογία
2. η μύηση στα θρησκευτικά μυστήρια, στα ιερά πράγματα.