παπουτσής
From LSJ
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
Greek Monolingual
και παπουτσάς, ο παπούτσι
1. κατασκευαστής ή πωλητής υποδημάτων, υποδηματοποιός
2. επιδιορθωτής υποδημάτων, τσαγγάρης.