τζαγγάριος
From LSJ
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
Greek Monolingual
και τζαγκάριος, σαγγάριος, τσανγάριος και τζάγκαρος, ὁ, Μ
τσαγκάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τζάγγη «είδος βασιλικού υποδήματος» + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -ārius, πρβλ. ταβουλάριος].