συγκλονιστικός

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που συγκλονίζει, συνταρακτικός («συγκλονιστικές εξελίξεις»).
επίρρ...
συγκλονιστικά Ν
με συγκλονιστικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκλονίζω + κατάλ. -τικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που συγκλονίζει, συνταρακτικός («συγκλονιστικές εξελίξεις»).
επίρρ...
συγκλονιστικά Ν
με συγκλονιστικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκλονίζω + κατάλ. -τικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].