συκοειδής

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source

Greek Monolingual

-ες, Ν
όμοιος με σύκο, συκώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύκο + -ειδής].

Greek Monolingual

-ες, Ν
όμοιος με σύκο, συκώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύκο + -ειδής].