συμπάρεδρος

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source

Greek (Liddell-Scott)

συμπάρεδρος: -ον, ὁ ὁμοῦ παρεδρεύων, συμπαρέδρους αὐτῇ καὶ συμψήφους Φωτ. Ἐπιστ. σ. 60, 29, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ πάρεδρος
αυτός που είναι πάρεδρος μαζί με κάποιον άλλο («συμπαρέδρους αὐτῇ καὶ συμφήψους», Φώτ.).

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ πάρεδρος
αυτός που είναι πάρεδρος μαζί με κάποιον άλλο («συμπαρέδρους αὐτῇ καὶ συμφήψους», Φώτ.).