συμβεβηκότως
English (LSJ)
Adv. pf. part. Act. of συμβαίνω, per accidens, Nicom.Ar.1.1, Syrian. in Metaph.169.24.
German (Pape)
[Seite 978] adv. part. perf. act. zu συμβαίνω, zufälligerweise, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συμβεβηκότως: Ἐπιρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ συμβαίνω, = κατὰ συμβεβηκός, ἐκ τύχης, κατὰ τύχην, μνημονεύεται ἐκ Νικομ. Ἀριθμ.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. κατά τύχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. συμβεβηκώς, -ότος του συμβαίνω.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. κατά τύχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. συμβεβηκώς, -ότος του συμβαίνω.