συμβεβηκότως

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβεβηκότως Medium diacritics: συμβεβηκότως Low diacritics: συμβεβηκότως Capitals: ΣΥΜΒΕΒΗΚΟΤΩΣ
Transliteration A: symbebēkótōs Transliteration B: symbebēkotōs Transliteration C: symvevikotos Beta Code: sumbebhko/tws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Act. of συμβαίνω, per accidens, Nicom.Ar.1.1, Syrian. in Metaph.169.24.

German (Pape)

[Seite 978] adv. part. perf. act. zu συμβαίνω, zufälligerweise, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμβεβηκότως: Ἐπιρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ συμβαίνω, = κατὰ συμβεβηκός, ἐκ τύχης, κατὰ τύχην, μνημονεύεται ἐκ Νικομ. Ἀριθμ.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. κατά τύχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. συμβεβηκώς, -ότος του συμβαίνω.

Translations

by chance

Arabic: صُدْفَةً‎; Belarusian: выпадкова; Bulgarian: случайно; Catalan: per atzar, per casualitat; Cebuano: salagma; Chinese Mandarin: 碰巧, 湊巧/凑巧, 恰巧, 剛好/刚好, 偶然; Czech: náhodou; Danish: tilfældigt; Dutch: toevallig; Esperanto: okaze, hazarde; Finnish: sattumalta, sattumoisin; French: d'aventure, par hasard, par rencontre; German: zufällig, von ungefähr; Greek: από καθαρή τύχη, από σύμπτωση, εκ συμπτώσεως, κατά συγκυρία, κατά συγκυρίαν, κατά σύμπτωση, κατά τύχη, συμπτωματικά, τυχαία, τυχαίως; Ancient Greek: ἀπὸ ταὐτομάτου, ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου, αὐτομάτως, ἐκ τύχης, κατὰ συγκυρίαν, κατὰ τύχην, συμβεβηκότως, τύχῃ, τυχιμαίως, τυχόντως; Hungarian: véletlenül; Ido: hazarde; Italian: per caso, casualmente; Japanese: 偶然; Korean: 우연히; Latin: fortuito, temere; Macedonian: случајно; Norwegian Bokmål: tilfeldigvis; Nynorsk: tilfeldigvis; Persian: اتفاقاً‎; Polish: przypadkowo, przypadkiem; Portuguese: por acaso, casualmente; Romanian: din întâmplare, din noroc; Russian: случайно; Scottish Gaelic: le tuiteamas; Serbo-Croatian Cyrillic: слу̏ча̄јно; Roman: slȕčājno; Slovak: náhodou; Slovene: slučajno; Spanish: por casualidad; Swahili: kwa nasibu; Swedish: av en slump; Turkish: şans eseri; Ukrainian: випадково; Urdu: اچانک‎, اچانک سے‎; Vietnamese: tình cờ; Walloon: d' astcheyance